Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὧν παίδων

  • 1 больница

    θ.
    νοσοκομείο•

    детская больница νοσοκομείο για τα παιδιά (των παίδων)•

    выписаться из -ы βγαίνω άπο το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο.

    Большой русско-греческий словарь > больница

  • 2 колония

    θ.
    1. αποικία, κτήση•

    английские -и αγγλικές αποικίες•

    древнегреческие -и αρχαίες ελληνικές αποικίες.

    2. παροικία.
    3. ίδρυμα (κοινοκατοικίας, κοινοθεραπείας κ.τ.τ.) детские трудовые воспитательные -и αναμορφωτικές εργατικές παιδικές σχολές•

    колония глухонемых σχολή κωφαλάλων•

    трудовая колония беспризорных αναμορφωτική εργατική σχολή αλητο-παίδων.

    4. (βιολ.) ομαδική συμβίωση κατωτέρων οργανισμών•

    колония кораллов αποικία κοραλλιών•

    колония губок αποικία σπόγγων.

    Большой русско-греческий словарь > колония

  • 3 Duty

    subs.
    What is fitting: P. and V. τὸ πρέπον, τὸ προσῆκον.
    What is necessary: P. and V. τὰ δέοντα.
    No plea or excuseis left to you for refusing to do your duty: P. οὐδὲ λόγος οὐδὲ σκῆψις ἐθʼ ὑμῖν τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν ἐθέλειν ὑπολείπεται (Dem. 10).
    Do one's duty: P. and V. πράσσειν χρή.
    One's duty towards the gods: P. and V. τὸ εὐσεβές.
    Task: P. and V. ἔργον, τό, V. χρέος, τό, τέλος, τό; see Task.
    Allotted task: P. τάξις, ἡ.
    His hand sees its duty: V. χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον (Æsch., Theb. 554).
    I have exceeded my duty in speaking of these points: P. περιείργασμαι ἐγὼ περὶ τούτων εἰπών (Dem. 248).
    It is the duty of children to: P. and V. παίδων ἐστί (with infin.).
    It is your duty: P. and V. χρή σε, δεῖ σε, προσήκει σε or σοι, V. σόν ἐστι, σὸν ἔργον ἐστί.
    ——————
    subs.
    Tax: Ar. and P. τέλος, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Duty

  • 4 Familiarise

    v. trans.
    Accustom: P. and V. ἐθίζειν, P. συνεθίζειν.
    They familiarise their rhythms and harmonies to the minds of the children: P. τοὺς ῥυθμούς τε καὶ τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῦσθαι ταῖς ψυχαῖς τῶν παίδων (Plat., Prot. 326B).
    Familiarised with: P. συνήθης (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Familiarise

  • 5 Issue

    subs.
    P. and V. συμφορά, ἡ, τέλος, τό, τελευτή, ἡ, ἔργον, τό.
    Result: P. τὸ ἀποβαῖνον.
    Issues, risks: P. and V. γών, ὁ.
    Herein lies a great issue: V. κἀν τῷδʼ ἀγὼν μέγιστος (Eur., Med. 235).
    Grave is the crisis and I see two issues: V. μεγὰς γὰρ ἁγὼν καὶ βλέπω δύο ῥοπάς (Eur., Hel. 1090).
    Side issue: P. and V. πρεργον, τό.
    Point at issue, subject in dispute: P. and V. γών, ὁ.
    Come to an issue: P. and V. γωνίζεσθαι (pass.), P. κρίσιν ἔχειν.
    Shrewd in wishing to, join issue with tho arguments: V. συνετὸς δὲ χωρεῖν ὁμόσε τοῖς λόγοις θέλων (Eur., Or. 921).
    If any one dares to join issue with the argument: P. ἐὰν δέ γέ τις... ὁμόσε τῷ λόγῳ τολμᾷ ἰέναι (Plat., Rep. 610C).
    Giving out: use P. παράδοσις, ἡ.
    Flowing out: P. and V. πορροή, ἡ, P. ἐκροή, ἡ (Plat.).
    Offspring: subs.: P. and V. ἔκγονος, ὁ, or ἡ; see Offspring.
    Die without male issue: P. ἄπαις τελευτᾶν ἀρσένων παίδων (Andoc. 15).
    ——————
    v. trans.
    Give out: P. and V. ἐκφέρειν.
    Issue orders: P. and V. παραγγέλλειν; see order, v.
    V. intrans. Happen: P. and V. συμβαίνειν, γίγνεσθαι, συμπίπτειν, παραπίπτειν, τυγχνειν, V. κυρεῖν, ἐκπίπτειν, Ar. and P. συμφέρεσθαι.
    Result: P. and V. ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, P. ἀποβαίνειν, V. τελεῖν.
    Turn out: P. and V. ἐξέρχεσθαι, V. ἐξήκειν.
    Break out: V. ἐρρωγέναι (2nd perf. of ῥηγνύναι); see break out.
    Start from: P. and V. ὁρμᾶσθαι (πό, gen. or ἐκ gen.).
    Flow out: P. and V. πορρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Issue

  • 6 People

    subs.
    Ar. and V. λεώς, ὁ (also Plat. but rare P.), λαός, ὁ.
    Of the people, adj.: see Public.
    Citizens: P. and V. πολῖται, οἱ, or πόλις, ἡ, used collectively.
    Nation: P. and V. ἔθνος, τό.
    Commons: P. and V. δῆμος, ὁ, πλῆθος, τό, οἱ πολλοί.
    Leader of the people: P. δημαγωγός, ὁ.
    Common people, mob: P. and V. ὄχλος, ὁ.
    Has all power been given to the people? V. δεδήμευται κράτος; (Eur., Cycl. 119).
    A man of the people: use adj., Ar. and P. δημοτικός, or V. δημότης νήρ.
    Inhabitants: P. and V. οἱ ἐνοικοῦντες; see Inhabitant.
    People say: P. and V. λέγουσι.
    People would say: P. and V. λέξειεν ἄν τις.
    ——————
    v. trans.
    Fill: P. and V. πληροῦν.
    Settle with inhabitants: P. and V. κατοικίζειν, οἰκίζειν, ποικίζειν.
    Who people the city of Cadmus with their children's children: V. οἱ Κάδμου πόλιν τεκνοῦσι παίδων παισί (Eur., H.F. 6).
    Settle in: P. and V. ἐποικεῖν (acc.).
    Inhabit: P. and V. οἰκεῖν, κατοικεῖν, ἐνοικεῖν (dat.), ἔχειν, νέμειν (rare P.), νέμεσθαι (mid.), Ar. and V. ναίειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > People

См. также в других словарях:

  • παιδῶν — παῖς child masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδων — παῖς child masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διάπλασις των Παίδων — Παιδικό περιοδικό, ψυχαγωγικού και μορφωτικού περιεχομένου που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1879 από τον Νικόλαο Παπαδόπουλο. Το 1880 αρχισυντάκτης του ανέλαβε ο Αριστοτέλης Κουρτίδης, ο οποίος συνεργάστηκε με το περιοδικό έως το 1893. Τον διαδέχτηκε ο …   Dictionary of Greek

  • SCHOLA — quid proprie sit, indicat Ausonius Eidyll. 4. ad Nepot. v. 5. Graio Schola nomine dicta est, Iustae laboriferis tribuantur ut otia curis. A Graeco nempe χολὴ, quod otium denotat, nomen invenit. Quia enim secundum Celsum de re Med. l. 1. in Prooem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • παιδικά περιοδικά — Περιοδικά έντυπα, γραμμένα ειδικά για παιδιά ή έντυπα που γράφονται από παιδιά, κυρίως της μέσης εκπαίδευσης, αλλά συχνά και της δημοτικής. Από τα πρώτα, αξιολογότερο περιοδικό θεωρείται η Διάπλασις των Παίδων, παρά το γεγονός ότι, στα νεότερα… …   Dictionary of Greek

  • NIOBE — I. NIOBE Laconicae fons, Plin. l. 4. c. 5. II. NIOBE filia Phoronei, mater Argi et Pelasgi. Item filia Tantali, soror Pelopis, uxor autem Amphionis, Regis Thebanorum, quae cum viro suo sex filios, totidemque filias peperisset, animô elata,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μελλείρην — και, κατά τον Ησύχ., μελλίρην, ενος, ὁ (Α) (στη Σπάρτη) αυτός που πρόκειται να γίνει έφηβος («εἴρενας δὲ καλοῡσι τοὺς ἔτος ἤδη δεύτερον ἐκ παίδων γεγονότας, μελλείρενας δὲ τῶν παίδων τοὺς πρεσβυτάτους», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + εἴρην… …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • Εξαρχόπουλος, Νικόλαος — (Νάξος 1874 – Αθήνα 1960). Πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Το 1912 διορίστηκε καθηγητής της παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ίδρυσε (1923) το εργαστήριο πειραματικής παιδαγωγικής, και το 1929 έγινε ακαδημαϊκός. Σε αυτόν οφείλεται η… …   Dictionary of Greek

  • Κορωνιός, Αντώνιος — (Χίος 1771; – Βιέννη 1798). Λόγιος και παιδαγωγός. Ήταν σύντροφος και συμμάρτυρας του Ρήγα. Δημοσίευσε σε μετάφραση το έργο Περί παίδων αγωγής του Πλούταρχου (Βενετία, 1796), την Παιδαγωγία του Κάμπε και τη Γαλάτεια του Φλοριάν. Έγραψε επίσης το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»